Τα κοινά θηλώματα (ή επιστημονικώς ακροχορδώνες) είναι καλοήθεις βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων. Είναι στρογγυλά, προεξέχουν από το δέρμα και είναι στο χρώμα του δέρματος ή έχουν καστανό χρώμα. Εμφανίζονται συχνότερα σε περιοχές του σώματος με πτυχώσεις ή σε σημεία με εντονότερη εφίδρωση και τριβή όπως για παράδειγμα σε μασχάλες, λαιμό και μηρογεννητικές πτυχές.
Σχετίζονται με τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV), συνηθέστερα μάλιστα με τους τύπους 6 και 11, και οι βλάβες είναι δυνητικά μεταδοτικές. Φαίνεται όμως ότι η πιθανότητα μετάδοσης σε άλλο άτομο είναι πολύ μικρότερη συγκριτικά με τον πολλαπλασιασμό τους σε άλλες περιοχές του σώματος του ατόμου που τα εκδήλωσε. Υπάρχουν ωστόσο μερικές έρευνες που δεν υποστηρίζουν τον HPV ως άμεσο αιτιολογικό παράγοντα για την ανάπτυξη των κοινών θηλωμάτων, αλλά ότι είναι αποτέλεσμα άλλων εσωτερικών παραγόντων του οργανισμού μας.
Μερικές φορές η διάκρισή τους από άλλες δερματικές βλάβες όπως οι σπίλοι (ή κοινώς οι ελιές) και τα κονδυλώματα μπορεί να μην είναι σαφής καθώς έχουν παρόμοια κλινική εικόνα, γι’ αυτό είναι καλύτερο να γίνεται εγκαίρως δερματολογική εκτίμηση για επιβεβαίωση της διάγνωσης.
Γενικώς τα θηλώματα δεν προκαλούν συμπτώματα αν και σε μερικούς ασθενείς μπορεί να συνοδεύονται από κνησμό. Στην περίπτωση τραυματισμού τους, μπορεί να προκληθεί αίσθημα τραβήγματος, πόνος ή αιμορραγία. Αν παραμείνουν στο δέρμα χωρίς να αφαιρεθούν μπορεί να μεγαλώσουν σε μέγεθος, να αυξηθούν σε αριθμό και να εμφανιστούν και σε άλλες περιοχές του σώματος.
Ο όρος θήλωμα, χρησιμοποιείται ευρέως στην κλινική πράξη για να περιγράψει διάφορες εξωφυτικές βλάβες που διαφέρουν παθολογοανατομικώς από τα κοινά θηλώματα. Για παράδειγμα, τα επίπεδα και τα νηματοειδή θηλώματα αποτελούν παραλλαγές των μυρμηκιών που προκαλούνται επίσης από τον ιό HPV, ενώ τα θηλώματα της γεννητικής χώρας εντάσσονται στα κονδυλώματα και σχετίζονται άμεσα με τους σεξουαλικώς μεταδιδόμενους τύπους HPV.
Τα κοινά θηλώματα, είναι στρογγυλές ή ωοειδείς προσεκβολές. Είναι μαλακά στην αφή, με χρώμα που μπορεί να είναι ανοιχτό ή σκούρο καφέ. Τις περισσότερες φορές έχουν το χρώμα του δέρματος οπότε γίνονται αντιληπτά μόνο με την αφή. Συνήθως είναι πολύ μικρά, μεγέθους μερικών χιλιοστών, αλλά μπορεί να μεγαλώσουν αποκτώντας την χαρακτηριστική τους μισχωτή εμφάνιση.
Το σημαντικότερο που είναι καλό να γνωρίζουμε για τα κοινά θηλώματα είναι ότι είναι καλοήθεις βλάβες του δέρματος και δεν πρέπει να προκαλούν ανησυχία για τυχόν εξαλλαγή τους σε κακοήθεια. Επειδή όμως η διαφοροδιάγνωσή τους, παραδείγματος χάριν από έναν σπίλο που ενδεχομένως να χρειάζεται παρακολούθηση, μπορεί να είναι δύσκολη, είναι καλό να γίνεται δερματολογική εκτίμηση για επιβεβαίωση της διάγνωσης.
Μια ακόμη περίπτωση που χρήζει ιατρικής παρακολούθησης είναι σε ασθενής με αρκετά αυξημένο αριθμό θηλωμάτων. Η κατάσταση αυτή έχει συσχετιστεί με ορισμένες παθήσεις όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ, η αντίσταση στην ινσουλίνη και το μεταβολικό σύνδρομο και γι’ αυτό τον λόγο είναι καλό να γίνεται μια πλήρης διερεύνηση με εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις.
Τα θηλώματα παρουσιάζονται σε περιοχές του σώματος που συνοδεύονται από μεγαλύτερη τριβή, εφίδρωση και υγρασία. Γι’ αυτό τον λόγο, οι πιο συνήθεις θέσεις εντόπισης είναι:
Υπάρχουν ορισμένοι προδιαθεσικοί παράγοντες που αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης κοινών θηλωμάτων. Οι συχνότεροι είναι οι εξής:
Η μετάδοση των ακροχορδώνων μπορεί να γίνει σε άλλο άτομο μέσω της άμεσης επαφής με τις βλάβες. Συγκριτικά όμως με άλλες θηλωματώδεις βλάβες όπως οι μυρμηκιές και τα κονδυλώματα, οι ακροχορδώνες δεν έχουν τόσο υψηλή μεταδοτικότητα. Σημαντικός παράγοντας στην εξάπλωση και τον πολλαπλασιασμό τους αποτελεί σίγουρα η κατάσταση του ανοσοποιητικού συστήματος. Άτομα με κατεσταλμένο ανοσοποιητικό είναι πιο επιρρεπή να τα εμφανίσουν ή/και να έχουν αυξημένο αριθμό βλαβών.
Εκτός της μετάδοσης από άμεση επαφή με άτομο που έχει θηλώματα, ο συχνότερος τρόπος εξάπλωσής τους είναι ο αυτοενοφθαλμισμός, δηλαδή η μετάδοση των βλαβών σε περισσότερες περιοχές του σώματος. Ο συχνότερος αιτιολογικός παράγοντας εξάπλωσής τους είναι η τριβή, όπως για παράδειγμα όταν τρίβεται το δέρμα στις περιοχές κάτω από το στήθος ή όταν φοράμε αλυσίδες που τρίβονται στον λαιμό.
Συνήθως απαιτείται μόνο η κλινική εξέταση από δερματολόγο για την επιβεβαίωση της διάγνωσης. Τα θηλώματα, όπως προαναφέραμε, έχουν χαρακτηριστική εμφάνιση, είναι ασυμπτωματικά και εντοπίζονται κατά μεγάλο ποσοστό σε συγκεκριμένες περιοχές του σώματος.
Σε περιπτώσεις αμφιβολίας, μπορεί να γίνει δερματοσκόπηση για τον αποκλεισμό άλλων βλαβών όπως σπίλοι ή σμηγματορροϊκές υπερκερατώσεις. Η διενέργεια βιοψίας γίνεται σπάνια και συνήθως λόγω ισχυρής υποψίας κακοήθειας για σπίλο που μπορεί να μην μπορεί να διαφοροδιαγνωσθεί ξεκάθαρα από ένα θήλωμα.
Οι συχνότερες βλάβες που μπορεί να μοιάζουν με θηλώματα είναι:
Πρωτίστως, έχει σημασία να τεθεί η διάγνωση των θηλωμάτων και αν επιθυμεί ο ασθενής αφαιρούνται με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα. Επίσης, είναι σημαντικό να υπάρξει δερματολογική εκτίμηση για θηλώματα που αυξήθηκαν απότομα σε αριθμό ή άλλαξαν τα χαρακτηριστικά τους σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (π.χ. αυξήθηκαν σε μέγεθος, άλλαξαν χρώμα, υφή ή σχήμα). Επιπλέον, μια βλάβη που αιμορραγεί χωρίς να έχει προηγηθεί τραυματισμός της πρέπει πάντα να εξετάζεται κλινικά, λαμβάνοντας υπόψη το ατομικό ιστορικό του ασθενούς, ειδικά σε περίπτωση μελανώματος.
Σε περίπτωση που κάποιος θέλει να αφαιρέσει τα θηλώματα, υπάρχουν μερικές διαθέσιμες επιλογές που χρησιμοποιούνται συχνότερα στη δερματολογία, υπενθυμίζοντας ότι δεν είναι απαραίτητη η αφαίρεσή τους γιατί οι βλάβες είναι καλοήθεις.
Τα θηλώματα ψεκάζονται με υγρό άζωτο σε θερμοκρασία περίπου -196 °C, δημιουργώντας κυτταρική καταστροφή και νέκρωση λόγω εγκαύματος από ψύξη. Οι βλάβες γίνονται σκουρόχρωμες ή σχηματίζονται φουσκάλες πριν την τελική αποδρομή τους. Η διαδικασία είναι αρκετά γρήγορη και δεν απαιτεί τοπική αναισθησία. Υπάρχει αίσθημα καύσου κατά τη διάρκεια του ψεκασμού που διαρκεί για λίγα λεπτά. Η αποκατάσταση μπορεί να κρατήσει από κάποιες ημέρες έως λίγες εβδομάδες. Μειονέκτημα της κρυοθεραπείας είναι η πιθανή υποχρωμία ή υπερχρωμία στο σημείο που υπήρξαν τα θηλώματα, ειδικά σε πιο σκούρους φωτότυπους.
Το laser διοξειδίου του άνθρακα (CO2) προκαλεί εξάχνωση και καταστροφή της βλάβης ελαχιστοποιώντας τη βλάβη στους γειτονικούς ιστούς. Ο ασθενής νιώθει ένα αίσθημα καύσου για λίγα δευτερόλεπτα στο σημείο εφαρμογής του laser. Πρόκειται για την πιο άμεση και ασφαλή μέθοδο για την αφαίρεση των θηλωμάτων που συνδυάζει το καλύτερο δυνατό αισθητικό αποτέλεσμα με ελάχιστο χρόνο αποθεραπείας. Σε μεγαλύτερες βλάβες μπορεί να κριθεί απαραίτητη η εφαρμογή τοπικής αναισθησίας για να είναι ακόμη καλύτερα ανεκτή η θεραπεία.
Με την χειρουργική αφαίρεση με ξέστρο γίνεται ουσιαστικά απόξεση της βλάβης με ένα ειδικό αιχμηρό εργαλείο και μπορεί να συνδυαστεί και με το laser CO2. Είναι μια γρήγορη διαδικασία για την οποία γίνεται τοπική αναισθησία.
Η διαθερμοπηξία χρησιμοποιεί υψηλής έντασης ηλεκτρικό ρεύμα για την παραγωγή θερμότητας με στόχο την καταστροφή των κυττάρων των κοινών θηλωμάτων. Είναι αποτελεσματική και ακριβής μέθοδος για την οποία γίνεται πρώτα τοπική αναισθησία. Ιδιαίτερα χρήσιμη σε μεγάλου μεγέθους βλάβες.
Γενικά οι παραπάνω θεραπείες αποτελούν αποτελεσματικές λύσεις για την αφαίρεση κοινών θηλωμάτων. Δεν υπάρχουν φαρμακευτικά προϊόντα που μπορούν να εφαρμοστούν τοπικά, και να έχουν λάβει έγκριση για την αφαίρεση των ακροχορδώνων. Πολλές φορές οι ασθενείς μπορεί να δοκιμάζουν τοπικά σκευάσματα με σαλικυλικό οξύ (όπως αυτά που χρησιμοποιούνται για τις μυρμηκιές), κάτι που δεν είναι αποτελεσματικό και ενέχει τον κίνδυνο έντονου ερεθισμού ακόμη και ουλοποίησης του πέριξ υγιούς δέρματος. Καλό είναι να αποφεύγεται η χρήση τους και να επιλέγεται ένας από τους προηγούμενους τρόπους αφαίρεσης των κοινών θηλωμάτων.
Από την στιγμή που τα θηλώματα είναι καλοήθεις βλάβες του δέρματος δεν χρήζουν αφαίρεσης εκτός αν συμβαίνει κάτι από τα ακόλουθα:
Οι οδηγίες μετά την αφαίρεση των θηλωμάτων είναι απλές αλλά χρειάζονται να γίνουν με προσοχή και συνέπεια για σωστή και ολοκληρωμένη αποκατάσταση του δέρματος.
Η περιοχή που αφαιρέθηκαν τα θηλώματα πρέπει να μείνει στεγνή και καθαρή για ένα 24ωρο. Γίνεται εφαρμογή αντιβίωσης τοπικά, για 2-3 φορές την ημέρα, συνήθως για 3-5 ημέρες. Ιδανικά, θέλουμε να αποφεύγεται η εφίδρωση και η περιοχή να μην είναι καλυμμένη για να γίνει ταχύτερα η επούλωση. Αν όμως πρόκειται ο ασθενής να βρεθεί σε περιβάλλον αμφιβόλου καθαριότητας (π.χ. σε σκόνες ή χώματα) είναι καλύτερο να έχει καλυμμένη την περιοχή.
Δεν αφαιρούμε και δεν τρίβουμε ποτέ την κρούστα που έχει σχηματιστεί στα θηλώματα που αφαιρέθηκαν γιατί υπάρχει κίνδυνος μόλυνσης ή σχηματισμού ουλής ή δυσχρωμίας. Για τις περιοχές που εκτίθενται στον ήλιο, γίνεται πάντα εφαρμογή αντηλιακής προστασίας και αποφυγή παρατεταμένης ηλιακής έκθεσης.
Συνήθως η πλήρης επούλωση χρειάζεται περίπου 7-10 ημέρες αναλόγως πάντα του μεγέθους των θηλωμάτων. Η πιθανότητα επανεμφάνισής τους στο ίδιο σημείο είναι χαμηλή, αλλά είναι συχνό να εμφανίζονται νέες βλάβες σε παρακείμενες περιοχές. Αυτό συμβαίνει γιατί τα άτομα αυτά έχουν προδιάθεση να αναπτύσσουν θηλώματα είτε λόγω γενετικής προδιάθεσης είτε λόγω παρουσίας επιβαρυντικών παραγόντων όπως η παχυσαρκία και ο διαβήτης.
Επισκεφθείτε το ιατρείο μας για την σωστή διάγνωση των δερματικών σας βλαβών. Μαζί θα επιλέξουμε την κατάλληλη αντιμετώπισή τους χρησιμοποιώντας τις πιο σύγχρονες και ασφαλείς μεθόδους για άριστα αισθητικά αποτελέσματα με γνώμονα πάντα την ασφάλειά σας.