Γονόρροια: Μετάδοση, συμπτώματα και θεραπείες

Τί είναι η γονόρροια;

Η γονόρροια ανήκει στα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ). Προκαλείται από το βακτήριο Neisseria gonorrhoeae και μπορεί να εμφανιστεί σε όλα τα άτομα που είναι σεξουαλικώς ενεργά. Συχνότερα εμφανίζεται σε ηλικίες 16-25 ετών ή σε άτομα με πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους. Η γονόρροια σχετίζεται άμεσα με τα χλαμύδια λόγω κυρίως του κοινού τρόπου μετάδοσης και των δυο λοιμώξεων. Επιπλέον, σε ύπαρξη γονόρροιας αυξάνεται ο κίνδυνος νόσησης από τον ιό HIV. 

Τρόποι μετάδοσης και παράγοντες κινδύνου

 

Η κατανόηση του τρόπου μετάδοσης της γονόρροιας είναι καθοριστική για την πρόληψη και τον έλεγχο εξάπλωσης της νόσου. Η επιδημιολογία της νόσου σχετίζεται με συμπεριφορικούς και κοινωνικούς παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την πιθανότητα μόλυνσης και περαιτέρω διάδοσης στον γενικό πληθυσμό. 

Μετάδοση μέσω σεξουαλικής επαφής (κολπική, πρωκτική, στοματική)

Ο κύριος μηχανισμός μετάδοσης της γονόρροιας είναι μέσω των βλεννογόνων που έρχονται σε επαφή με τις μολυσμένες εκκρίσεις. Αναλόγως του είδους της σεξουαλικής επαφής μπορεί να μεταδοθεί σε τράχηλο μήτρας, ουρήθρα, ορθό ή φάρυγγα. Το βακτήριο επιβιώνει σε υγρό και ζεστό περιβάλλον (όπως οι εκκρίσεις) ενώ δεν μπορεί να παραμείνει ζωντανό για μεγάλο χρονικό διάστημα εκτός του σώματος. Αυτός είναι και ο λόγος που η μετάδοσή του μέσω αντικειμένων (π.χ. καθίσματα τουαλέτας ή πετσέτες) είναι σπάνια

Κάθετη μετάδοση από μητέρα σε νεογνό

Κατά τη διάρκεια του τοκετού η γονόρροια μπορεί να μεταδοθεί από την μητέρα στο νεογνό λόγω της διέλευσής του από τον κόλπο. Η λοίμωξη στο νεογνό προκαλεί έναν τύπο επιπεφυκίτιδας που ονομάζεται γονοκοκκική οφθαλμία νεογνών, εμφανίζεται τις πρώτες ημέρες μετά τον τοκετό και αν παραμείνει χωρίς θεραπεία οδηγεί σε τύφλωση

Παράγοντες κινδύνου και ομάδες υψηλού κινδύνου

Υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που επηρεάζουν σημαντικά την πιθανότητα λοίμωξης με γονόρροια. 

Η μη συστηματική ή μη σωστή χρήση προφυλακτικού, οι πολλαπλοί ερωτικοί σύντροφοι, η συνύπαρξη ή το προηγούμενο ιστορικό άλλου σεξουαλικώς μεταδιδόμενου νοσήματος αυξάνουν την πιθανότητα μόλυνσης.

 Ομάδες υψηλού κινδύνου θεωρούνται: 

  • τα άτομα νεαρής ηλικίας που είναι σεξουαλικά ενεργά και αλλάζουν συχνά σεξουαλικούς συντρόφους 
  • τα άτομα με ιστορικό λοίμωξης HIV ή άλλων ΣΜΝ
  • οι σεξουαλικές επαφές που περιλαμβάνουν μόνο ορθική και φαρυγγική επαφή καθώς σε αυτές τις περιπτώσεις η διάγνωση γίνεται καθυστερημένα λόγω της θέσης της λοίμωξης και του ασυμπτωματικού της χαρακτήρα

 

Συμπτώματα γονόρροιας σε γυναίκες και άνδρες

Ο χαρακτήρας των συμπτωμάτων μπορεί να είναι διαφορετικός ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι ασυμπτωματική κάτι που καθυστερεί ακόμη περισσότερο τη διάγνωση και τη θεραπεία της.

Συμπτώματα στους άνδρες

Τα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν σε 2-14 ημέρες από την ημέρα της μόλυνσης αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί περίπου ένας μήνας για την εκδήλωσή τους. Τα πιο συνήθη είναι:  

  • Έκκριμα ουρήθρας (λευκωπό, κιτρινοπράσινο)
  • Ερυθρότητα γύρω από την ουρήθρα
  • Πόνος ή ήπια ευαισθησία στην περιοχή των όρχεων
  • Συχνουρία.
  • Αίσθημα καύσου κατά την ούρηση

 

Συμπτώματα στις γυναίκες

Οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα ασυμπτωματικής λοίμωξης συγκριτικά με τους άνδρες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και αν εκδηλωθούν συμπτώματα, είναι τόσο ήπιας μορφής που εκλαμβάνονται ως μια απλή λοίμωξη του ουροποιητικού ή μυκητίαση. Τα συχνότερα συμπτώματα είναι:

  • Κολπικές εκκρίσεις αυξημένες ή με διαφορετική χρώση (λευκωπές, ελαφρώς πρασινωπές, κιτρινωπές)
  • Πόνος στο κάτω μέρος της κοιλιάς ή στην πύελο.
  • Αιμορραγία μετά την σεξουαλική επαφή ή μεταξύ των κύκλων της εμμήνου ρύσεως
  • Πόνος κατά την σεξουαλική επαφή
  • Δυσουρικά ενοχλήματα (πόνος ή αίσθημα καύσου κατά την ούρηση)

 

Εξωγεννητικές εκδηλώσεις (πρωκτός, φάρυγγας, οφθαλμοί)

Αναλόγως του είδους σεξουαλικής επαφής, μπορεί να υπάρξει μόλυνση και σε περιοχές εκτός των γεννητικών οργάνων. Σε αυτή τη περίπτωση μπορεί να εμφανιστούν τα εξής:

  • Λοίμωξη στον πρωκτό, που μπορεί να συνοδεύεται από πόνο, κνησμό, αιμορραγία ή αποβολή εκκρίσεων, αν και συχνά είναι ασυμπτωματική.
  • Επιπεφυκίτιδα, που είναι σπάνια σε ενήλικες και αφορά την κάθετη μετάδοση από την μητέρα στο νεογνό κατά τον τοκετό. Χαρακτηρίζεται από έντονο άλγος, φωτοευαισθησία και πυώδεις εκκρίσεις από τους οφθαλμούς. 
  • Φαρυγγίτιδα που συχνότερα είναι ασυμπτωματική αλλά σε περίπτωση εκδήλωσης συμπτωμάτων ο ασθενής θα εμφανίσει πόνο στο λαιμό και ενδεχομένως τοπική διόγκωση λεμφαδένων.   

 

Ασυμπτωματικές περιπτώσεις και σημασία της έγκαιρης διάγνωσης

Δυστυχώς, στη γονόρροια ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών είναι ασυμπτωματικοί. Υπολογίζεται ότι περίπου 50-80% των γυναικών που νοσούν από γονόρροια δεν εκδηλώνουν κανένα σύμπτωμα. Επιπλέον, ορισμένες περιοχές προσβολής όπως το ορθό και ο φάρυγγας μπορεί να μην εμφανίσουν κανένα σύμπτωμα.

Αυτό προκαλεί δύο πολύ σοβαρά προβλήματα. 

  1. Το άτομο που πάσχει αλλά είναι ασυμπτωματικό δεν λαμβάνει εγκαίρως θεραπεία, με κίνδυνο να εμφανίσει μια από τις επιπλοκές της γονόρροιας.
  2. Εφόσον δεν γνωρίζει ότι πάσχει και δεν λαμβάνει θεραπεία, μπορεί να μεταδώσει τη λοίμωξη σε όλους τους ερωτικούς συντρόφους που θα έρθει σε επαφή.

 

Γι’ αυτούς λοιπόν τους λόγους είναι εξαιρετικά σημαντικός ο προληπτικός έλεγχος σε όλα τα σεξουαλικώς ενεργά άτομα με στόχο την έγκαιρη διάγνωση και τη λήψη θεραπείας. 

Πιθανές επιπλοκές γονόρροιας σε άνδρες και γυναίκες

Η γονόρροια που θα αφεθεί χωρίς θεραπεία μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις και στα δύο φύλα. 

Στις γυναίκες, μπορεί να εμφανιστεί η φλεγμονώδης νόσος της πυέλου, μια σοβαρή επιπλοκή που μπορεί να οδηγήσει σε χρόνιο πόνο στην περιοχή της πυέλου, έκτοπη κύηση ή ακόμη και στειρότητα λόγω φλεγμονής των σαλπίγγων. Στους άνδρες η μη θεραπευθείσα γονόρροια μπορεί να προκαλέσει χρόνια φλεγμονή της ουρήθρας με επακόλουθο τη στένωσή της, επιδιδυμίτιδα με συνοδό πόνο και οίδημα της περιοχής και σε πιο σπάνιες περιπτώσεις στειρότητα

Μια σπάνια συστηματική επιπλοκή μέσω αιματογενούς διασποράς που μπορεί να προσβάλλει και τα δύο φύλα είναι η Διάσπαρτη Γονοκοκκική Λοίμωξη. Εμφανίζεται με πυρετό, πόνο σε αρθρώσεις ή τένοντες και δερματικές βλάβες που συχνά είναι αιμορραγικές. Σπάνια τα άτομα που εμφανίζουν τη συγκεκριμένη επιπλοκή μπορεί να παρουσιάσουν μηνιγγίτιδα ή ενδοκαρδίτιδα. 

Στα νεογνά, η γονόρροια εμφανίζεται με την μορφή οξείας επιπεφυκίτιδας που μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση αν δεν γίνει εγκαίρως λήψη θεραπείας. Σε πιο σπάνιες περιπτώσεις, αν το βακτήριο περάσει στην κυκλοφορία του αίματος στο νεογνό, μπορεί να προκαλέσει αρθρίτιδα, που χωρίς άμεση αντιμετώπιση μπορεί να προκληθεί μόνιμη βλάβη της άρθρωσης, ή ακόμη και σηψαιμία μια απειλητική για τη ζωή κατάσταση. 

Διάγνωση της γονόρροιας

Η διάγνωση της γονόρροιας βασίζεται στον εντοπισμό του βακτηρίου Neisseria gonorrhoeae μετά από λήψη δείγματος της προσβεβλημένης περιοχής. 

Το δείγμα μπορεί να ληφθεί από την ουρήθρα στους άνδρες, από τον τράχηλο ή τον κόλπο στις γυναίκες, από το ορθό, τον φάρυγγα ή από δείγμα ούρων και στα δύο φύλα. 

Στα παραπάνω δείγματα η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη εξέταση είναι η Ανίχνευση Νουκλεϊκών Οξέων (NAATs) με συχνότερα χρησιμοποιούμενη την τεχνική PCR. Είναι η διαγνωστική μέθοδος πρώτης γραμμής καθώς είναι η πιο αξιόπιστη επιλογή μέσω της ανίχνευσης του DNA του βακτηρίου στο ληφθέν δείγμα. 

Λιγότερο ευαίσθητη μέθοδος είναι η καλλιέργεια του δείγματος σε ειδικά υλικά με σκοπό την ανάπτυξη του βακτηρίου και τον έλεγχο ευαισθησίας του στα αντιβιοτικά. 

Επίσης, μπορεί να γίνει μικροσκοπική εξέταση του δείγματος, μια μέθοδος ταχεία που μπορεί να δώσει προσωρινά αποτελέσματα και χρησιμοποιείται συχνά σε συμπτωματικούς άνδρες με ουρηθρικό έκκριμα. 

Λόγω της μεγάλης πιθανότητας συνύπαρξης της γονόρροιας με κάποιο άλλο ΣΜΝ, κατά τον διαγνωστικό έλεγχο γίνεται συνήθως διερεύνηση και για χλαμύδια και σύφιλη. Ο ασθενής δεν επιβαρύνεται με επιπλέον εξετάσεις και η ταυτόχρονη αυτή προσέγγιση δίνει μια ολοκληρωμένη εικόνα για την θεραπευτική αγωγή που ενδέχεται να χρειαστεί. 

Για όλες τις ομάδες υψηλού κινδύνου που αναφέρθηκαν παραπάνω, συνιστάται προληπτικός έλεγχος ακόμη κι αν δεν έχουν εμφανιστεί συμπτώματα. 

Διάγνωση συννοσηροτήτων

Σε περίπτωσης νόσησης με γονόρροια είναι σύνηθες να γίνεται έλεγχος για τα εξής:

  • Χλαμύδια: είναι συχνότερη συννοσηρότητα γι αυτό τις περισσότερες φορές δίνεται θεραπευτική αγωγή που αντιμετωπίζει και τις δύο παθήσεις, ακόμη κι αν ο διαγνωστικός έλεγχος για τα χλαμύδια είναι αρνητικός. 
  • Σύφιλη: συνιστάται η διερεύνησή της με ορολογικές εξετάσεις σε κάθε περιστατικό με γονόρροια καθώς και σε αυτήν την λοίμωξη ο ασθενής μπορεί να πάσχει αλλά να είναι ασυμπτωματικός.
  • HIV και HPV: επειδή ο συνήθης τρόπος μετάδοσης της γονόρροιας είναι η σεξουαλική επαφή, μια συνήθης πρακτική είναι να γίνεται έλεγχος και τους δύο αυτούς ιούς καθώς έχουν κοινό τρόπο μετάδοσης.

 

Θεραπευτική προσέγγιση

Οι παλαιότερες θεραπείες που συστήνονταν για την γονόρροια βασιζόντουσαν σε αντιβιοτικά που πλέον γνωρίζουμε ότι δεν είναι αποτελεσματικά. Λόγω της αυξανόμενης ανθεκτικότητας του βακτηρίου οι κατευθυντήριες οδηγίες, CDC και ΠΟΥ, στοχεύουν στην καλύτερη αποτελεσματικότητα της θεραπείας με συνεχή επαγρύπνηση για νέα αντιβιοτικά σχήματα που ενδεχομένως να χρειαστούν. 

Αντιβιοτική αγωγή βάσει διεθνών κατευθυντήριων οδηγιών

Η θεραπεία πρώτης γραμμής είναι η εφάπαξ δόση κεφτριαξόνης 500 mg με ενδομυϊκή χορήγηση, για εφήβους και ενήλικες, με βάρος έως 150 kg. Σε βάρος σώματος άνω των 150 kg η εφάπαξ δόση είναι η διπλάσια. Η νεότερες οδηγίες συστήνουν συγχορήγηση της κεφτριαξόνης με δοξυκυκλίνη για την πιθανότητα συννοσηρότητας με χλαμύδια. Η δοξυκυκλίνη 100 mg λαμβάνεται από το στόμα, με συχνότητα δύο φορές την ημέρα για 1 εβδομάδα. Σε περίπτωση εγκυμοσύνης η χορήγηση δοξυκυκλίνης κατά την κύηση απαγορεύεται, οπότε σε περίπτωση συνλοίμωξης με χλαμύδια μπορεί να δοθεί συνδυαστικά με την κεφτριαξόνη η αζιθρομυκίνη

Ανθεκτικότητα στελεχών και σημασία της επανεκτίμησης

Η ανθεκτικότητα στα στελέχη του Neisseria gonorrhoeae αποτελεί ένα αυξανόμενο πρόβλημα για την δημόσια υγεία. Οι διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές έχουν περιοριστεί σημαντικά λόγω της ικανότητας του βακτηρίου να αντιστέκεται στα αντιβιοτικά, ιδίως στις κεφαλοσπορίνες τρίτης γενιάς (π.χ. κεφτριαξόνη). Λόγω αυτού, το αντιβιοτικό σχήμα που συστήνεται πλέον είναι διπλό και υπάρχει επιδημιολογική επιτήρηση παγκοσμίως ώστε να καταγράφονται τα περιστατικά που παρουσίασαν ανθεκτικότητα με σκοπό την εύρεση πιο στοχευμένης θεραπείας.

Επανέλεγχος μετά τη θεραπεία

Ο επανέλεγχος μετά τη θεραπεία χωρίζεται σε δύο σημαντικές κατηγορίες. Ο έλεγχος ίασης και ο έλεγχος για τυχόν επαναμόλυνση. 

  • Στον έλεγχο ίασης εξετάζεται αν η θεραπεία που έλαβε ο ασθενής ήταν επιτυχής. Γίνεται 1-2 εβδομάδες μετά το τέλος της θεραπευτικής αγωγής και αφορά άτομα που δεν έλαβαν το ενδεδειγμένο θεραπευτικό σχήμα ή τα συμπτώματα δεν υποχώρησαν πλήρως. Επίσης, χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις προσβολής του φάρυγγα γιατί φαίνεται ότι η αποτελεσματικότητα της θεραπείας είναι μειωμένη στη συγκεκριμένη περιοχή συγκριτικά με τις υπόλοιπες. Τα υγιή άτομα που παρουσίασαν μη επιπλεγμένη λοίμωξη δεν χρειάζονται επανέλεγχο μετά το τέλος της θεραπείας τους.
  • Ο έλεγχος για τυχόν επαναμόλυνση είναι σημαντικός λόγω των υψηλών ποσοστών επαναλοίμωξης, κυρίως σε άτομα που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου. Ο πρώτος έλεγχος μετά τη διάγνωση και θεραπεία της γονόρροιας πρέπει να γίνεται μετά από 3 μήνες ώστε αν υπάρξει νέα προσβολή του βακτηρίου, να γίνει γρήγορα η ανίχνευση και η θεραπεία του. Συνήθως η επανεξέταση γίνεται με PCR στο ληφθέν δείγμα αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί και καλλιέργεια σε τυχόν υποψία αντοχής στα αντιβιοτικά που έλαβε ο ασθενής.

 

Πρόληψη και έλεγχος διασποράς

Σε όλα τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα έχει μεγάλη σημασία η πρόληψη με στόχο τον καλύτερο δυνατό έλεγχο εξάπλωσης της νόσου. 

Ατομική προστασία και χρήση προφυλακτικού

Οι πρακτικές που μπορεί να οδηγήσουν σε πρόληψη είναι απλές και αποτελεσματικές. Το σημαντικότερο μέτρο για την ατομική προστασία είναι η χρήση προφυλακτικού με σωστό τρόπο και καθ’όλη τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής (κολπικής, πρωκτικής ή στοματικής). Επίσης, συνιστάται η αποφυγή σεξουαλικής επαφής για τουλάχιστον 7 ημέρες με άτομα που έχουν διαγνωστεί με γονόρροια ή άλλο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα και λαμβάνουν θεραπεία, ή με άτομα που έχουν συμπτώματα από το γεννητικό ή ουροποιητικό σύστημα που ακόμη δεν έχουν διερευνηθεί. Σε κάθε περίπτωση ο τακτικός έλεγχος και ο περιορισμός του αριθμού των σεξουαλικών συντρόφων μπορεί επίσης να συμβάλλει στην πιθανότητα έκθεσης στο βακτήριο.

Ιχνηλάτηση και θεραπεία όλων των σεξουαλικών συντρόφων

Για έγκαιρη διακοπή του κύκλου μετάδοσης, το άτομο που έχει διαγνωστεί με γονόρροια οφείλει να ενημερώσει όλους τους ερωτικούς συντρόφους του που ήρθε σε επαφή τους τελευταίους 2 μήνες πρωτίστως για να λάβουν και εκείνοι θεραπεία και δευτερευόντως για να μην συμβάλλουν κι εκείνοι στην περαιτέρω μετάδοση της γονόρροιας. 

Ρόλος της ιατρικής ενημέρωσης και πρόληψης σε ομάδες κινδύνου

Η γονόρροια είναι ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που η εξάπλωσή του είναι εύκολη και ταχεία αν δεν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα πρόληψης. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό τα σεξουαλικώς ενεργά άτομα, οποιασδήποτε ηλικίας, να ενημερώνονται για την σημασία της ασφαλούς επαφής και να είναι σε εγρήγορση να αναγνωρίσουν σημεία και συμπτώματα ώστε να αναζητήσουν άμεσα ιατρική παρακολούθηση. Ο συνδυασμός της στοχευμένης ενημέρωσης από επαγγελματίες υγείας και η ενθάρρυνσης για ανοιχτό διάλογο θα απομακρύνει το κοινωνικό στίγμα που δυστυχώς συνοδεύει ακόμη τα νοσήματα αυτά και θα βοηθήσει τους ασθενείς να αναζητήσουν εγκαίρως βοήθεια.

Πότε να απευθυνθείτε σε Δερματολόγο – Αφροδισιολόγο

Σε περίπτωση παρουσίας οποιουδήποτε συμπτώματος από το ουροποιητικό ή το γεννητικό σύστημα ή μετά από ύποπτη σεξουαλική επαφή συστήνεται η εξέταση από Δερματολόγο-Αφροδισιολόγο. Επίσης, σε άτομα που έχουν διαγνωστεί στο παρελθόν με κάποιο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, είναι καλό να γίνεται τακτικά ένας έλεγχος προληπτικά ειδικά αν πρόκειται για άτομα που ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου. 

Εάν κάποιος ασθενής έχει διαγνωσθεί με γονόρροια, πρέπει να ξεκινήσει άμεσα την θεραπευτική αγωγή. Ο δερματολόγος μπορεί να δώσει τις οδηγίες και να αναλάβει την παρακολούθηση του περιστατικού για να διασφαλιστεί ότι ο ασθενής είναι ελεύθερος νόσου και συμπτωμάτων.

Επικοινωνήστε μαζί μας για την διάγνωση και θεραπεία της γονόρροιας

Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της γονόρροιας είναι κρίσιμη για την υγεία του ασθενούς. Επικοινωνήστε μαζί μας για να αξιολογήσουμε οτιδήποτε σας απασχολεί με γνώμονα πάντα τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες για την καλύτερη δυνατή φροντίδα.